ιδρώτας

ιδρώτας
Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη στα νεαρά άτομα, στις γυναίκες που πλησιάζουν την εμμηνόπαυση και στους παχύσαρκους. Η ποσότητα του ι. που αποβάλλεται ημερησίως εκτιμάται κατά μέσο όρο από 700 έως 900 κ. εκ., αλλά μπορεί να φτάσει και στα 2.000 κ. εκ. Η έκκριση του ι. αυξάνεται σημαντικά όταν εκτελείται έντονη ή παρατεταμένη μυϊκή άσκηση, με την άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος, καθώς και όταν λαμβάνονται από τον οργανισμό θερμά ποτά ή ορισμένα φάρμακα. Στην περίπτωση αυτή, οι απώλειες πρέπει να εξισορροπηθούν με πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων υγρών και αλάτων. Ο ι. αποτελείται κατά μεγάλο μέρος από νερό (99%) στο οποίο βρίσκονται άλατα (χλωριούχο και φωσφορικό νάτριο), λιπαρά οξέα, ουρία και αμμωνία. Η σύνθεσή του υπόκειται σε σημαντικές μεταβολές τόσο υπό φυσιολογικές όσο και υπό παθολογικές συνθήκες. Ο ι. αποτελεί μια οδό αποβολής τοξικών ουσιών που περιέχονται στον οργανισμό και ένα από τα βασικά μέσα του θερμορυθμιστικού μηχανισμού του οργανισμού. Με τη συνεχή εξάτμιση του ι. αποβάλλεται η επιπλέον θερμότητα του σώματος. Πέρα από τον ρόλο του ως ρυθμιστή της θερμοκρασίας του σώματος, ο ι. εκκρίνεται και ως αντίδραση σε φόβο ή στρες. ιδρωτοποιός αδένας. Μικροσκοπικός σωληνοειδής εξωκρινής αδένας που βρίσκεται βαθιά στο δέρμα και βοηθά στη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος (είτε αυτή διαταράσσεται από μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος είτε από πυρετό ή υποθερμία) εκκρίνοντας ι. Υπάρχουν δύο τύποι ιδρωτοποιών αδένων: οι μεροκρινείς, που εκκρίνουν κατευθείαν στο δέρμα και βρίσκονται στις πιο πολλές περιοχές του σώματος και οι αποκρινείς, που εκκρίνουν μέσα στα θυλάκια των τριχών και βρίσκονται σε ορισμένες περιοχές, όπως οι μασχάλες και στις περιγεννητικές περιοχές. Ο άνθρωπος έχει περίπου τρία εκατομμύρια ιδρωτοποιούς αδένες. Είναι πολυάριθμοι ιδίως στις παλάμες και στα πέλματα. Η έντονη μυϊκή άσκηση προκαλεί αύξηση της έκκρισης του ιδρώτα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
και ίδρωτας και ίδρος, ο (ΑΜ ἱδρώς, -ῶτος, Μ και ἵδρος, Α αιολ. τ. και ἱδρώς, ἡ)
1. άχρωμο υγρό με αλμυρή γεύση και δυσάρεστη οσμή που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες τού δέρματος («ῥέεσθαι ἱδρῶτι», Πλούτ.)
2. κόπος, μόχθος (α. «με τον ιδρώτα τού προσώπου μου» ή «με τον ιδρώτα μου» — με τον μόχθο μου, με τον κόπο μου
β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν», Ησίοδ.)
νεοελλ.
«τόν έκοψε κρύος ιδρώτας» ή «τόν περιέλουσε κρύος ιδρώτας» — ταράχθηκε ή φοβήθηκε πολύ
αρχ.
1. καθετί που αποκτάται με κόπο, με μόχθο
2. ο χυμός που εκβάλλει το δένδρο, η ρητίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σιγμόληκτος τ. που ανάγεται σε IE* *swid-r- «ιδρώτας» (μηδενισμένη βαθμίδα τού *sweid- «ιδρώνω», απ' όπου το ρ. ιδίω*), πρβλ. λατ. sudor, αλβ. dirse
το θέμα σε -s τού τ. μαρτυρείται στον επικό τ. αιτιατικής ιδρώ, όπως και σε παρ.: ιδρώω, ίδρώεις. Στην αττική διάλεκτο διαμορφώθηκε η κλίση τής λ. αναλογικά προς τα οδοντικόληκτα γέλως, -ωτος, έρως, -ωτος. Ο νεοελλ. τ. ίδρωτας ερμηνεύεται αναλογικά προς άλλα τριτόκλιτα ουσ. που μεταπλάστηκαν σε -ας κατά τα ουσ. τής α' κλίσεως
πρβλ. έρωτας < έρως, μάρτυρας < μάρτυς, άρχοντας < άρχων. Ο τ., τέλος, ίδρος αποτελεί μεταπλασμένο τ. τού ιδρώς, -ώτος, κατά τα ουσ. σε -ος
πρβλ. άρχος < άρχων, γέρος < γέρων, δράκος < δράκων.
ΠΑΡ. ιδρώα, ιδρώνω (-όω, -ώ), ιδρωτικός
αρχ.
ιδροσύνη, ιδρώδης, ιδρώεις, ιδρώιον, ιδρώτιον, ιδρώττω, ιδρώω
νεοελλ.
ιδρωτάρι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιδρωτοποιός
μσν.
ιδρωτοειδώς
νεοελλ.
ιδρωμάκτρα, ιδρωταδενίτιδα, ιδρωτοθεραπεία. (Β' συνθετικό) άνιδρος, κάθιδρος
αρχ.
ανίδρως, δίιδρος, δυσίδρως, ευίδρως, λυσίδρως, φιλίδρως
νεοελλ.
έφιδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιδρώτας — ο 1. υγρό που παράγεται από ειδικούς αδένες των ανθρώπων και των ζώων και αποβάλλεται από τους πόρους του δέρματος: Στάζουν τα ρούχα μου από τον ιδρώτα. 2. κόπος, μόχθος: Bγάζει το ψωμί με τον ιδρώτα του. – Τίμιος ιδρώτας. 3. φρ., «κρύος ιδρώτας» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • ἱδρῶτας — ἱδρώς sweat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ …   Dictionary of Greek

  • ιδρό — το ο ιδρώτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ιδρώτας, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτα — ἱδρωτα, ἡ (Μ) ο ιδρώτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ιδρώτας, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοκίνητρα — Η διαδικασία που οδηγεί τους ζωντανούς οργανισμούς και ιδιαίτερα τον άνθρωπο να υιοθετούν συμπεριφορές που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των αναγκών τους. Η ψυχοκινητική διαδικασία μπορεί να υποδιαιρεθεί σε διάφορες φάσεις. Η ύπαρξη μιας ανάγκης (ή …   Dictionary of Greek

  • Sakis Rouvas — Sákis Rouvás Sákis Rouvás Nom Anastasios Rouvas Naissance 5 janvier 1972 (37 ans) Mandoukion, Corfu …   Wikipédia en Français

  • Sákis Rouvás — Nom Anastásios Rouvás Naissance 5 janvier 1972 (1972 01 05) (39 ans) Mandouki, Corf …   Wikipédia en Français

  • ίδεδρος — ἴδεδρος, ον (Α) (για πολύωρη μελέτη) αυτός που αφήνει ιδρώτα στο κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ τού ιδίω «ιδρώνω» (ίδος «ιδρώτας») + έδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ εδρος, πρό εδρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”